2 + σήμερα για την αναχώρηση
Τάσος Λειβαδίτης
ΤΑΞΙΔΙ
Στη Λούλα, που δε θα το διαβάσει
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,
ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.
Νυχτερινός επισκέπτης (1972)
ΤΑΞΙΔΙΑ
Πολλοί αναρωτιούνται πώς έζησα - δεν ξέρουν ότι πάντοτε έλειπα,ταξίδια στο απίστευτο όταν ήμαστε παιδιά, ταξίδια στο απέραντοόταν ήμαστε ερωτευμένοιταξίδια απ' τη μια κάμαρα στην άλλη, απ' το ένα άστρο στο άλλο,ώ, ταξίδια στο ανεκπλήρωτοκ' η Μάρθα γερασμένη συνέχιζε το εργόχειρό της εδώ και χρόνιαείχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στο τίποτα κ' είχε γυρίσει άσπιληκαι θλιμμένη -φτωχοί μου εσείς, ενώ το δειλινό ραίνει με χρυσάφι τον κόσμο,ταξίδια στις έρημες αποβάθρες, στους ραγισμένους καθρέφτες, σταχρόνια που έφυγανγιατί εγώ, άθλιοι, δεν ήρθα εδώ για να παίξω, αλλά να πονέσωκαι να χαθώ - μια βροχή από παλιά φτεράέτσι για το μυστηριώδες του πράγματος. Και μόνον η ποίηση δενείναι το ταξίδιαλλά ο πικρός γυρισμός.
ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Τ’ απογέματα έβρεχε, η βροχή μπέρδευε τη στάχτη τ’ ουρανού μετα κίτρινα φύλλατο ποτέ με το πουθενά, εγώ τριγύριζα στις κάμαρες σαν έναςταξιδιώτης που έχασε το δρόμο του«ε, ποιος είσαι;» ρωτούσα καμιά φορά «αυτός που δεν πρέπει ναθυμάσαι» άκουγα να λέει κάποιος ψιθυριστά, τρόμαζαέψαχνα παντού – αλλά τί να βρω σ’ έναν κόσμο που είναι όλα απ’τα πριν χαμέναεξ άλλου είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ, αλλά προς τί τώρα πουέφυγε η νεότητά μουκαι τα λόγια μας συνήθως παραπλανούν το ανείπωτο κι όμωςσυνεχίζουμε να μιλάμε. Τί λέμε;Έτσι προτιμούσα να κρατάω ημερολόγιο για εποχές που δεγνώρισα – ήταν μια ωραία αναπόλησηή τη νύχτα τα βήματα ενός περαστικού στο δρόμο μού θύμιζανπάντα την αιώνια αναχώρηση.Ω, εσείς που ναυαγήσατε σε θάλασσες που δεν ταξιδέψατε ποτέ!
Από ένα χαμένο όνειρο εμείς έπρεπε να φτιάξουμε έναν δρόμο γιανα συναντηθούμεκι όταν μας τέλειωσαν τα δάκρυα στείλαμε τα πουλιά στουςπεθαμένους φίλους μαςχιόνιζε, φυσούσε αγέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιάκι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δενξέρει το άστρο του πού τον οδηγείώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ καιχρόνιαΩ ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείςσυνεχίσαμεκαι να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο,χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείςδε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστεκανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στηβασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχταμας έχουν ξεχάσει.
Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου